φερεπονία

φερεπονία
η, ΝΜΑ [φερέπονος]
η ιδιότητα τού φερέπονου, καρτερικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φερεπονίᾳ — φερεπονίᾱͅ , φερεπονία patience in toil fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεπονίας — φερεπονίᾱς , φερεπονία patience in toil fem acc pl φερεπονίᾱς , φερεπονία patience in toil fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεπονίαν — φερεπονίᾱν , φερεπονία patience in toil fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέπονος — η, ο / φερέπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που υπομένει τους κόπους και τις ταλαιπωρίες, καρτερικός, υπομονητικός αρχ. 1. αυτός που προξενεί κόπους και ταλαιπωρίες, ο αίτιος δυστυχίας 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φερέπονον η φερεπονία. επίρρ... φερεπόνως Μ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”